χρυσοαυγής

χρυσοαυγής
-ές, Μ
βλ. χρυσαυγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσαυγής — ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη αρχ. 1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές φωτεινά, λαμπερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”